- τοποκρατώ
- -έω, ΜΑκυριαρχώ σε έναν τόπο, έχω έναν τόπο στην εξουσία μου.[ΕΤΥΜΟΛ. < τόπος + -κρατῶ (< -κράτης < κράτος), πρβλ. θαλασσο-κρατώ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τοποκρατία — ἡ, Μ [τοποκρατῶ] το να έχει κανείς στην εξουσία του έναν τόπο, μια περιοχή … Dictionary of Greek
τόπος — ο, ΝΜΑ 1. έκταση γης, μέρος (α. «τόπος προορισμού» β. «ὁ τόπος οὗτος Ἀρμενία καλεῑται», Ξεν.) 2. ορισμένη εδαφική περιοχή, συγκεκριμένη θέση (α. «ο τόπος τού μαρτυρίου» β. «ἴδε ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν αὐτόν», ΚΔ) 3. ο χώρος που καταλαμβάνει ένα… … Dictionary of Greek